Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Ενα δισεκατομμύριο άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε περίθαλψη για οικονομικούς λόγους


Αν η Ινδία επέβαλε φόρο 0,005% στις συναλλαγές συναλλάγματος, θα συγκέντρωνε 370 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, αναφέρει η έκθεση του ΠΟΥ. Στη φωτογραφία άστεγη οικογένεια Ινδών
Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
Περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι δεν έχουν για οικονομικούς λόγους πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, ενώ η οικονομική επιβάρυνση για τις υπηρεσίες αυτές οδηγεί περίπου 100 εκατομμύρια ανθρώπους το χρόνο στη φτώχεια, ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).


Σε παγκόσμια έκθεση για τη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας, ο οργανισμός υγείας των Ηνωμένων Εθνών ανακοίνωσε ότι όλες οι χώρες, πλούσιες και φτωχές, θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα για την εξασφάλιση παγκόσμιας κάλυψης και τις κάλεσε να σκεφτούν τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να αυξήσουν την αποδοτικότητα και να χρησιμοποιήσουν νέα μέτρα φορολόγησης και καινοτόμου χρηματοδότησης για να ενισχύσουν την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη.


«Για πολλούς, οι υγειονομικές υπηρεσίες απλώς δεν υφίστανται, για άλλους δεν είναι οικονομικά εφικτές. Οταν δεν είναι εφικτές σημαίνει ότι είτε επιλέγεις να μην τις χρησιμοποιήσεις, είτε υφίστασαι μεγάλη οικονομική επιβάρυνση», λέει ο Ντέιβιντ Ιβανς, διευθυντής του τμήματος χρηματοδότησης συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης του ΠΟΥ.


Η Εκθεση του ΠΟΥ για το 2010 παραθέτει τις κινήσεις που πρέπει να κάνουν οι χώρες για να αντλήσουν περισσότερους πόρους και να μειώσουν τα οικονομικά εμπόδια για την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη κάνοντας πιο αποτελεσματικές τις υπηρεσίες υγείας.


Η έκθεση διαπίστωσε ότι για να σταματήσει η υγειονομική περίθαλψη να αποτελεί οικονομική «πληγή» για τους ανθρώπους, οι άμεσες καταβολές θα πρέπει να συνιστούν ποσοστό μικρότερο του 15 με 20% των συνολικών δαπανών μίας χώρας για την υγεία.


Ωστόσο, επί του παρόντος σε 33 κυρίως χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες, οι άμεσες καταβολές από πολίτες οι οποίοι έχουν υγειονομική περίθαλψη εξακολουθούν να αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της συνολικής δαπάνης για την υγεία.


Η έκθεση προτείνει να εξετάσουν οι κυβερνήσεις τις διαφορετικές πηγές εσόδων από εισφορές όπως η φορολόγηση προϊόντων καπνού ή αλκοόλ, η φορολόγηση χρηματικών συναλλαγών και η φορολόγηση «αλληλεγγύης» σε συγκεκριμένους τομείς.


Αν η Ινδία επέβαλε φόρο 0,005% στις συναλλαγές συναλλάγματος, θα συγκέντρωνε 370 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, αναφέρει η έκθεση.


Η Γκαμπόν συγκέντρωσε 30 εκατομμύρια δολάρια για την υγεία το 2009 επιβάλλοντας φόρο 1,5% σε εταιρίες που διαχειρίζονται εμβάσματα και ένα 10% στις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας.


Υγεία ή Οικονομική Καταστροφή;


Η γενική διευθύντρια του ΠΟΥ, Μάργκαρετ Τσαν, έγραψε σε εισαγωγή της στην έκθεση ότι «κανένας που να χρειάζεται υγειονομική περίθαλψη, είτε θεραπευτική, είτε προληπτική, δεν πρέπει να αντιμετωπίζει την οικονομική καταστροφή ως αποτέλεσμα».


«Καθώς ο κόσμος παλεύει με την οικονομική επιβράδυνση, η παγκοσμιοποίηση των ασθενειών [...] και οι αυξανόμενες απαιτήσεις για χρόνια φροντίδα [...] η ανάγκη για παγκόσμια υγειονομική κάλυψη και η στρατηγική για τη χρηματοδότησή της, ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερη», αναφέρει η έκθεση.


«Δεν υπάρχει μαγική συνταγή για την απόκτηση πρόσβασης (στην υγειονομική περίθαλψη) παγκοσμίως. Ωστόσο, ένα ευρύ φάσμα εμπειριών ανά τον κόσμο καταδεικνύει ότι οι χώρες μπορούν να προχωρήσουν γρηγορότερα».


Ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι συνήθως κατασπαταλάται το 20 με 40% των δαπανών για την υγεία, συχνά σε ακριβά, αλλά άχρηστα φάρμακα, σε ανεπαρκή νοσοκομειακή περίθαλψη και κακή χρήση του χρόνου των ειδικευμένων επαγγελματιών.


Περισσότερα από τα μισά από τα φάρμακα που συνταγογραφούνται παγκοσμίως, διανέμονται ή πωλούνται ανάρμοστα και οι μισοί από όλους τους ασθενείς δεν λαμβάνουν τα φάρμακά τους με βάση τη συνταγή γιατρού.


Η σωστότερη χρήση των φαρμάκων μπορεί να εξοικονομήσει μέχρι και 5% των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη, αναφέρει η έκθεση.


Για να βελτιωθεί η αποδοτικότητα, η έκθεση προτείνει δέκα τομείς όπου μπορούν να γίνουν αλλαγές, ανάμεσά τους και ο περιορισμός των μη απαραίτητων δαπανών σε φάρμακα.


Η έκθεση διαπιστώνει ότι ορισμένες χώρες πληρώνουν περισσότερα σε φάρμακα σε σχέση με άλλες- σε κάποιες χώρες οι τιμές είναι έως και 67 φορές υψηλότερες σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο.




Πηγή : Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ/Reuters/Γαλλικό